σεβαστοδώρητος

σεβαστοδώρητος
-ον, Α
(για αγώνα) ο εξουσιοδοτημένος με αυτοκρατορική άδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + δωρητός (< δωρῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”